κανθαριδίνη

κανθαριδίνη
η
(Χημ.-φαρμ.) κρυσταλλικό σώμα, με έντονα πικρή γεύση, και ισχυρό αφροδισιακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cantharidin < cantharid- (πρβλ. κανθαρίς, -ίδ-ος) + κατάλ. -in].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κανθαρίδα — (Lytta vescicatoria). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των μηλοϊδών. Ζει σε πολυάριθμες ομάδες, κατοικώντας κυρίως σε μελιές, κουφοξυλιές και άλλα φυτά, τρεφόμενο από το φύλλωμά τους. Το σώμα του είναι επίμηκες (γύρω στα 20 χιλιοστά) και… …   Dictionary of Greek

  • ξανθοξυλίνη — η χημ. αρωματική οργανική ένωση ισομερής με την κανθαριδίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xanthoxyline (< xanthoxylum + κατάλ. ine, τής χημικής ορολογίας)] …   Dictionary of Greek

  • επισπαστικά — Φάρμακα τα οποία όταν τοποθετηθούν πάνω στο δέρμα προκαλούν τοπική υπεραιμία· η ένταση της δράσης τους ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της ουσίας που χρησιμοποιείται και τον τρόπο που τοποθετείται· έτσι, μπορεί να προκληθεί απλώς μία ερυθρότητα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”